κοραξός

κοραξός
κοραξός, ή, όν,
A raven-black, Str.12.8.16, Ps.-Plu.Fluv.18.8.
II [full] κόραξος, , a fish, Xenocr. ap. Orib.2.58.32.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κόραξος — κόραξος, ὁ (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοραξός με αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • κοραξός — κοραξός, ή, όν (Α) [κόραξ] αυτός που έχει το χρώμα τού κόρακα, μαύρος σαν κοράκι …   Dictionary of Greek

  • κοραξός — raven black masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόραξος — raven black masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοραξῶν — κοραξός raven black fem gen pl κοραξός raven black masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοραξοί — κοραξός raven black masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοραξούς — κοραξός raven black masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοραξήν — κοραξός raven black fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόραξοι — κόραξος raven black masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορίαξος — κορίαξος, ὁ (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Θεωρείται παρλλ. τ. τού κοραξός. Άλλοι τό συνδέουν με τα κορίαννον, κόριον (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

  • κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”